γεζουίτης

γεζουίτης
ο иезуит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γεζουίτης" в других словарях:

  • ιησουίτης — και γεζουίτης, ο θηλ. ιησουίτισσα 1. μοναχός τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ο οποίος ανήκε στο θρησκευτικό τάγμα τού Ιησού (Societas Jesu) 2. καζουιστής, αυτός που ερμηνεύει καθετί όχι με βάση σταθερούς ηθικούς κανόνες αλλά κατά περίπτωση 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»